Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τριάρμενος
τριάς
τριβακός
Τριβαλλοί
τριβελής
τριβή
τριβολεκτράπελος
τρίβολος
τρίβος
τριβωνικῶς
τριβώνιον
τρίβων
τρίβω
τριγένεια
τριγέρων
τριγίγας
τρίγληνος
τρίγλη
τριγλοφόρος
τρίγλυφος
τριγλώχις
View word page
τριβώνιον
τριβώνιον τρῐβώνιον, ου, τό, Dim. of τρίβων, Ar.

ShortDef

threadbare cloak

Debugging

Headword:
τριβώνιον
Headword (normalized):
τριβώνιον
Headword (normalized/stripped):
τριβωνιον
IDX:
32918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32956
Key:
tribw/nion

Data

{'content': 'τριβώνιον\n τρῐβώνιον, ου, τό,\n Dim. of τρίβων, Ar.', 'key': 'tribw/nion'}