Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τριάζω
τριάρμενος
τριάς
τριβακός
Τριβαλλοί
τριβελής
τριβή
τριβολεκτράπελος
τρίβολος
τρίβος
τριβωνικῶς
τριβώνιον
τρίβων
τρίβω
τριγένεια
τριγέρων
τριγίγας
τρίγληνος
τρίγλη
τριγλοφόρος
τρίγλυφος
View word page
τριβωνικῶς
τριβωνικῶς like a τρίβων, cloak-wise, Ar.
ShortDef
in the fashion of a τρίβων (A)
Debugging
Headword:
τριβωνικῶς
Headword (normalized):
τριβωνικῶς
Headword (normalized/stripped):
τριβωνικως
IDX:
32917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32955
Key:
tribwnikw=s
Data
{'content': 'τριβωνικῶς\n like a τρίβων, cloak-wise, Ar.', 'key': 'tribwnikw=s'}