Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τριακοσιόχους
τριακοστός
τριακτήρ
τριάζω
τριάρμενος
τριάς
τριβακός
Τριβαλλοί
τριβελής
τριβή
τριβολεκτράπελος
τρίβολος
τρίβος
τριβωνικῶς
τριβώνιον
τρίβων
τρίβω
τριγένεια
τριγέρων
τριγίγας
τρίγληνος
View word page
τριβολεκτράπελος
τριβολεκτράπελος in Ar. τριβολεκτράπελα στωμύλλειν to deal in coarse rude jests.

ShortDef

coarse rude jests

Debugging

Headword:
τριβολεκτράπελος
Headword (normalized):
τριβολεκτράπελος
Headword (normalized/stripped):
τριβολεκτραπελος
IDX:
32914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32952
Key:
tribolektra/pelos

Data

{'content': 'τριβολεκτράπελος\n in Ar. τριβολεκτράπελα στωμύλλειν to deal in coarse rude jests.', 'key': 'tribolektra/pelos'}