Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τριακόντορος
τριακοντώρυγος
τριακόσιοι
τριακοσιομέδιμνοι
τριακοσιόχους
τριακοστός
τριακτήρ
τριάζω
τριάρμενος
τριάς
τριβακός
Τριβαλλοί
τριβελής
τριβή
τριβολεκτράπελος
τρίβολος
τρίβος
τριβωνικῶς
τριβώνιον
τρίβων
τρίβω
View word page
τριβακός
τριβακός τρῐβᾰκός, ή, όν τρίβω rubbed, worn, Anth., Luc.
ShortDef
rubbed, worn
Debugging
Headword:
τριβακός
Headword (normalized):
τριβακός
Headword (normalized/stripped):
τριβακος
IDX:
32910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32948
Key:
tribako/s
Data
{'content': 'τριβακός\n τρῐβᾰκός, ή, όν\n τρίβω\n rubbed, worn, Anth., Luc.', 'key': 'tribako/s'}