Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τριάκοντα
τριακονταρχία
τριακοντάχους
τριακόντορος
τριακοντώρυγος
τριακόσιοι
τριακοσιομέδιμνοι
τριακοσιόχους
τριακοστός
τριακτήρ
τριάζω
τριάρμενος
τριάς
τριβακός
Τριβαλλοί
τριβελής
τριβή
τριβολεκτράπελος
τρίβολος
τρίβος
τριβωνικῶς
View word page
τριάζω
τριάζω , τρία to vanquish, of a wrestler, who did not win until he had conquered in three bouts (παλαίσματα) .
ShortDef
conquer, vanquish
Debugging
Headword:
τριάζω
Headword (normalized):
τριάζω
Headword (normalized/stripped):
τριαζω
IDX:
32907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32945
Key:
tria/cw
Data
{'content': 'τριάζω\n , \n τρία\n to vanquish, of a wrestler, who did not win until he had conquered in three bouts (παλαίσματα) .', 'key': 'tria/cw'}