Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντίμολπος
ἀντίμορφος
ἀντιναυπηγέω
ἀντινικάω
ἀντινομία
ἀντιξοέω
ἀντίξοος
ἀντιόομαι
ἀντίος
ἀντιοστατέω
ἀντιοχεύομαι
ἀντιπαθής
ἀντιπαίζω
ἀντίπαις
ἀντίπαλος
ἀντιπαραβάλλω
ἀντιπαραβολή
ἀντιπαραγγελία
ἀντιπαραγγέλλω
ἀντιπαράγω
ἀντιπαραθέω
View word page
ἀντιοχεύομαι
ἀντιοχεύομαι Pass. to drive against, Anth.

ShortDef

to drive against

Debugging

Headword:
ἀντιοχεύομαι
Headword (normalized):
ἀντιοχεύομαι
Headword (normalized/stripped):
αντιοχευομαι
IDX:
3293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3294
Key:
a)ntioxeu/omai

Data

{'content': 'ἀντιοχεύομαι\n Pass. to drive against, Anth.', 'key': 'a)ntioxeu/omai'}