τριακοντώρυγος
            
          
          τριακοντώρυγος
 τριᾱκοντ-ώρῠγος, ον,
 ὀργυία
 of thirty fathoms, Xen.
          {
  "content": "τριακοντώρυγος\n τριᾱκοντ-ώρῠγος, ον,\n ὀργυία\n of thirty fathoms, Xen.",
  "key": "triakontw/rugos"
}