Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τριακάς
τριακονθάμματος
τριακονθήμερος
τριακονταέτης
τριακοντάζυγος
τριακοντάκις
τριάκοντα
τριακονταρχία
τριακοντάχους
τριακόντορος
τριακοντώρυγος
τριακόσιοι
τριακοσιομέδιμνοι
τριακοσιόχους
τριακοστός
τριακτήρ
τριάζω
τριάρμενος
τριάς
τριβακός
Τριβαλλοί
View word page
τριακοντώρυγος
τριακοντώρυγος τριᾱκοντ-ώρῠγος, ον, ὀργυία of thirty fathoms, Xen.
ShortDef
of thirty fathoms
Debugging
Headword:
τριακοντώρυγος
Headword (normalized):
τριακοντώρυγος
Headword (normalized/stripped):
τριακοντωρυγος
IDX:
32901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32939
Key:
triakontw/rugos
Data
{'content': 'τριακοντώρυγος\n τριᾱκοντ-ώρῠγος, ον,\n ὀργυία\n of thirty fathoms, Xen.', 'key': 'triakontw/rugos'}