Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τρήρων
τρητός
τρηχαλέος
τρηχύνω
τρίαινα
τριαινόω
τριακάς
τριακονθάμματος
τριακονθήμερος
τριακονταέτης
τριακοντάζυγος
τριακοντάκις
τριάκοντα
τριακονταρχία
τριακοντάχους
τριακόντορος
τριακοντώρυγος
τριακόσιοι
τριακοσιομέδιμνοι
τριακοσιόχους
τριακοστός
View word page
τριακοντάζυγος
τριακοντάζυγος τριᾱκοντά-ζῠγος, ον, with thirty benches, Theocr.

ShortDef

with thirty benches

Debugging

Headword:
τριακοντάζυγος
Headword (normalized):
τριακοντάζυγος
Headword (normalized/stripped):
τριακονταζυγος
IDX:
32895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32933
Key:
triakonta/zugos

Data

{'content': 'τριακοντάζυγος\n τριᾱκοντά-ζῠγος, ον,\n with thirty benches, Theocr.', 'key': 'triakonta/zugos'}