Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τρηματόεις
τρήρων
τρητός
τρηχαλέος
τρηχύνω
τρίαινα
τριαινόω
τριακάς
τριακονθάμματος
τριακονθήμερος
τριακονταέτης
τριακοντάζυγος
τριακοντάκις
τριάκοντα
τριακονταρχία
τριακοντάχους
τριακόντορος
τριακοντώρυγος
τριακόσιοι
τριακοσιομέδιμνοι
τριακοσιόχους
View word page
τριακονταέτης
τριακονταέτης thirty years old, Plat.; in contr. form, οἱ τριακοντοῦται the men of thirty years, Plat.; fem. τριακοντοῦτις Isae. τριακονταέτης, ες, of or for thirty years, Thuc.;—in fem. form, σπονδαὶ τριηκοντουτίδες Hdt.; αἱ τριακοντούτιδες σπονδαί Ar.

ShortDef

thirty years old

Debugging

Headword:
τριακονταέτης
Headword (normalized):
τριακονταέτης
Headword (normalized/stripped):
τριακονταετης
IDX:
32894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32932
Key:
triakontaeth/s

Data

{'content': 'τριακονταέτης\n thirty years old, Plat.; in contr. form, οἱ τριακοντοῦται the men of thirty years, Plat.; fem. τριακοντοῦτις Isae.\n τριακονταέτης, ες, of or for thirty years, Thuc.;—in fem. form, σπονδαὶ τριηκοντουτίδες Hdt.; αἱ τριακοντούτιδες σπονδαί Ar.', 'key': 'triakontaeth/s'}