Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τρεπτέος
τρέπω
τρέφω
τρέχνος
τρέχω
τρέω
τρῆμα
τρηματόεις
τρήρων
τρητός
τρηχαλέος
τρηχύνω
τρίαινα
τριαινόω
τριακάς
τριακονθάμματος
τριακονθήμερος
τριακονταέτης
τριακοντάζυγος
τριακοντάκις
τριάκοντα
View word page
τρηχαλέος
τρηχαλέος τρηχᾰλέος, η, ον, poetic for τρηχύς, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τρηχαλέος
Headword (normalized):
τρηχαλέος
Headword (normalized/stripped):
τρηχαλεος
IDX:
32887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32925
Key:
trhxale/os
Data
{'content': 'τρηχαλέος\n τρηχᾰλέος, η, ον,\n poetic for τρηχύς, Anth.', 'key': 'trhxale/os'}