Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τραχών
τρεισκαίδεκα
τρεῖς
τρέμω
τρεπτέος
τρέπω
τρέφω
τρέχνος
τρέχω
τρέω
τρῆμα
τρηματόεις
τρήρων
τρητός
τρηχαλέος
τρηχύνω
τρίαινα
τριαινόω
τριακάς
τριακονθάμματος
τριακονθήμερος
View word page
τρῆμα
τρῆμα τρῆμα, ατος, τό, τετραίνω a perforation, hole, aperture, orifice, Lat. foramen, Ar., Plat.
ShortDef
a perforation, hole, aperture, orifice
Debugging
Headword:
τρῆμα
Headword (normalized):
τρῆμα
Headword (normalized/stripped):
τρημα
IDX:
32883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32921
Key:
trh=ma
Data
{'content': 'τρῆμα\n τρῆμα, ατος, τό,\n τετραίνω\n a perforation, hole, aperture, orifice, Lat. foramen, Ar., Plat.', 'key': 'trh=ma'}