Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τραχηλιαῖος
τραχήλια
τραχηλίζω
τραχηλοδεσμότης
τράχηλος
Τραχίς
τραχύνω
τραχύς
τραχύστομος
τραχύτης
τραχών
τρεισκαίδεκα
τρεῖς
τρέμω
τρεπτέος
τρέπω
τρέφω
τρέχνος
τρέχω
τρέω
τρῆμα
View word page
τραχών
τραχών τρᾱχώ, ῶνος, ὁ, a rugged, stony tract, Luc.; so Τραχωνῖτις, ιδος, NTest., etc.
ShortDef
a rugged, stony tract
Debugging
Headword:
τραχών
Headword (normalized):
τραχών
Headword (normalized/stripped):
τραχων
IDX:
32873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32910
Key:
traxw/n
Data
{'content': 'τραχών\n τρᾱχώ, ῶνος, ὁ,\n a rugged, stony tract, Luc.; so Τραχωνῖτις, ιδος, NTest., etc.', 'key': 'traxw/n'}