τραχών
τραχών
τρᾱχώ, ῶνος, ὁ,
a rugged, stony tract, Luc.; so Τραχωνῖτις, ιδος, NTest., etc.
{
"content": "τραχών\n τρᾱχώ, ῶνος, ὁ,\n a rugged, stony tract, Luc.; so Τραχωνῖτις, ιδος, NTest., etc.",
"key": "traxw/n"
}