Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντιμισθία
ἀντίμισθος
ἀντιμοιρεί
ἀντίμολπος
ἀντίμορφος
ἀντιναυπηγέω
ἀντινικάω
ἀντινομία
ἀντιξοέω
ἀντίξοος
ἀντιόομαι
ἀντίος
ἀντιοστατέω
ἀντιοχεύομαι
ἀντιπαθής
ἀντιπαίζω
ἀντίπαις
ἀντίπαλος
ἀντιπαραβάλλω
ἀντιπαραβολή
ἀντιπαραγγελία
View word page
ἀντιόομαι
ἀντιόομαι ἀντίος Dep. to resist, oppose, τινί Hdt., Aesch.:— οἱ ἀντιούμενοι οἱ ἐναντίοι, Hdt.:—c. acc., once in Hdt.
ShortDef
to resist, oppose
Debugging
Headword:
ἀντιόομαι
Headword (normalized):
ἀντιόομαι
Headword (normalized/stripped):
αντιοομαι
IDX:
3290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3291
Key:
a)ntio/omai
Data
{'content': 'ἀντιόομαι\n ἀντίος\n Dep. to resist, oppose, τινί Hdt., Aesch.:— οἱ ἀντιούμενοι οἱ ἐναντίοι, Hdt.:—c. acc., once in Hdt.', 'key': 'a)ntio/omai'}