Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τραυματίας
τραφερός
τραχηλιαῖος
τραχήλια
τραχηλίζω
τραχηλοδεσμότης
τράχηλος
Τραχίς
τραχύνω
τραχύς
τραχύστομος
τραχύτης
τραχών
τρεισκαίδεκα
τρεῖς
τρέμω
τρεπτέος
τρέπω
τρέφω
τρέχνος
τρέχω
View word page
τραχύστομος
τραχύστομος τρᾱχύ-στομος, ον, στόμα of rough speech or pronunciation, Strab.
ShortDef
of rough speech
Debugging
Headword:
τραχύστομος
Headword (normalized):
τραχύστομος
Headword (normalized/stripped):
τραχυστομος
IDX:
32871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32908
Key:
traxu/stomos
Data
{'content': 'τραχύστομος\n τρᾱχύ-στομος, ον,\n στόμα\n of rough speech or pronunciation, Strab.', 'key': 'traxu/stomos'}