Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τραπέω
τραπητέος
τρασιά
τραυλίζω
τραυλός
τραυλότης
τραῦμα
τραυματίζω
τραυματίας
τραφερός
τραχηλιαῖος
τραχήλια
τραχηλίζω
τραχηλοδεσμότης
τράχηλος
Τραχίς
τραχύνω
τραχύς
τραχύστομος
τραχύτης
τραχών
View word page
τραχηλιαῖος
τραχηλιαῖος τρᾰχηλιαῖος, α, ον of, on, or from the neck, Strab.

ShortDef

of, on

Debugging

Headword:
τραχηλιαῖος
Headword (normalized):
τραχηλιαῖος
Headword (normalized/stripped):
τραχηλιαιος
IDX:
32863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32900
Key:
traxhliai=os

Data

{'content': 'τραχηλιαῖος\n τρᾰχηλιαῖος, α, ον\n of, on, or from the neck, Strab.', 'key': 'traxhliai=os'}