Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγχίμολος
ἀγχινεφής
ἀγχίνοια
ἀγχίνοος
ἄγχι
ἀγχίπλοος
ἀγχίπορος
ἀγχίπτολις
ἀγχιστεία
ἀγχιστεύς
ἀγχιστεύω
ἀγχιστήρ
ἀγχιστῖνος
ἄγχιστος
ἀγχίστροφος
ἀγχιτέρμων
ἀγχίτοκος
ἀγχόθεν
ἀγχόθι
ἀγχόνη
ἀγχόνιος
View word page
ἀγχιστεύω
ἀγχιστεύω ἄγχιστος to be next or near, c. dat., Eur. to be next of kin, Isae.

ShortDef

to be next or near

Debugging

Headword:
ἀγχιστεύω
Headword (normalized):
ἀγχιστεύω
Headword (normalized/stripped):
αγχιστευω
IDX:
329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n329
Key:
a)gxisteu/w

Data

{'content': 'ἀγχιστεύω\n ἄγχιστος\n to be next or near, c. dat., Eur.\n to be next of kin, Isae.', 'key': 'a)gxisteu/w'}