τραφερός
τραφερός
τρᾰφερός, ά, όν
τρέφω
properly, well-fed, οἱ τραφεροί or τὰ τραφερά the fat ones, i.e. fishes, Theocr.
τραφερή (sub. γῆ) , as Subst. the dry land, land, ἐπὶ τραφερήν τε καὶ ὑγρήν Hom.
{ "content": "τραφερός\n τρᾰφερός, ά, όν\n τρέφω\n properly, well-fed, οἱ τραφεροί or τὰ τραφερά the fat ones, i.e. fishes, Theocr.\n τραφερή (sub. γῆ) , as Subst. the dry land, land, ἐπὶ τραφερήν τε καὶ ὑγρήν Hom.", "key": "trafero/s" }