Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τραπεζοποιία
τραπέω
τραπητέος
τρασιά
τραυλίζω
τραυλός
τραυλότης
τραῦμα
τραυματίζω
τραυματίας
τραφερός
τραχηλιαῖος
τραχήλια
τραχηλίζω
τραχηλοδεσμότης
τράχηλος
Τραχίς
τραχύνω
τραχύς
τραχύστομος
τραχύτης
View word page
τραφερός
τραφερός τρᾰφερός, ά, όν τρέφω properly, well-fed, οἱ τραφεροί or τὰ τραφερά the fat ones, i.e. fishes, Theocr. τραφερή (sub. γῆ) , as Subst. the dry land, land, ἐπὶ τραφερήν τε καὶ ὑγρήν Hom.

ShortDef

well-fed

Debugging

Headword:
τραφερός
Headword (normalized):
τραφερός
Headword (normalized/stripped):
τραφερος
IDX:
32862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32899
Key:
trafero/s

Data

{'content': 'τραφερός\n τρᾰφερός, ά, όν\n τρέφω\n properly, well-fed, οἱ τραφεροί or τὰ τραφερά the fat ones, i.e. fishes, Theocr.\n τραφερή (sub. γῆ) , as Subst. the dry land, land, ἐπὶ τραφερήν τε καὶ ὑγρήν Hom.', 'key': 'trafero/s'}