Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τραπεζιτικός
τραπεζοποιία
τραπέω
τραπητέος
τρασιά
τραυλίζω
τραυλός
τραυλότης
τραῦμα
τραυματίζω
τραυματίας
τραφερός
τραχηλιαῖος
τραχήλια
τραχηλίζω
τραχηλοδεσμότης
τράχηλος
Τραχίς
τραχύνω
τραχύς
τραχύστομος
View word page
τραυματίας
τραυματίας τραυμᾰτίας, ου, ὁ, from τραυμᾰτίζω a wounded man, οἱ τρ. the wounded of an army, Hdt., Thuc.
ShortDef
wounded man
Debugging
Headword:
τραυματίας
Headword (normalized):
τραυματίας
Headword (normalized/stripped):
τραυματιας
IDX:
32861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32898
Key:
traumati/hs
Data
{'content': 'τραυματίας\n τραυμᾰτίας, ου, ὁ,\n from τραυμᾰτίζω\n a wounded man, οἱ τρ. the wounded of an army, Hdt., Thuc.', 'key': 'traumati/hs'}