Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τραπεζίτης
τραπεζιτικός
τραπεζοποιία
τραπέω
τραπητέος
τρασιά
τραυλίζω
τραυλός
τραυλότης
τραῦμα
τραυματίζω
τραυματίας
τραφερός
τραχηλιαῖος
τραχήλια
τραχηλίζω
τραχηλοδεσμότης
τράχηλος
Τραχίς
τραχύνω
τραχύς
View word page
τραυματίζω
τραυματίζω τραυμᾰτίζω, τραῦμα to wound, Hdt., Attic

ShortDef

to wound

Debugging

Headword:
τραυματίζω
Headword (normalized):
τραυματίζω
Headword (normalized/stripped):
τραυματιζω
IDX:
32860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32897
Key:
traumati/zw

Data

{'content': 'τραυματίζω\n τραυμᾰτίζω,\n τραῦμα\n to wound, Hdt., Attic', 'key': 'traumati/zw'}