Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τρανής
τρανόω
τράπεζα
τραπεζεύς
τραπεζιτεύω
τραπεζίτης
τραπεζιτικός
τραπεζοποιία
τραπέω
τραπητέος
τρασιά
τραυλίζω
τραυλός
τραυλότης
τραῦμα
τραυματίζω
τραυματίας
τραφερός
τραχηλιαῖος
τραχήλια
τραχηλίζω
View word page
τρασιά
τρασιά τρᾰσιά, ἡ, ταρσός a crate, whereon to dry figs, Ar.

ShortDef

a crate

Debugging

Headword:
τρασιά
Headword (normalized):
τρασιά
Headword (normalized/stripped):
τρασια
IDX:
32855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32892
Key:
trasia/

Data

{'content': 'τρασιά\n τρᾰσιά, ἡ,\n ταρσός\n a crate, whereon to dry figs, Ar.', 'key': 'trasia/'}