Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Τράλλεις
τρανής
τρανόω
τράπεζα
τραπεζεύς
τραπεζιτεύω
τραπεζίτης
τραπεζιτικός
τραπεζοποιία
τραπέω
τραπητέος
τρασιά
τραυλίζω
τραυλός
τραυλότης
τραῦμα
τραυματίζω
τραυματίας
τραφερός
τραχηλιαῖος
τραχήλια
View word page
τραπητέος
τραπητέος τρᾰπητέος, ον, verb. adj. of τρέπω one must turn, Luc.
ShortDef
one must turn
Debugging
Headword:
τραπητέος
Headword (normalized):
τραπητέος
Headword (normalized/stripped):
τραπητεος
IDX:
32854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32891
Key:
traphte/os
Data
{'content': 'τραπητέος\n τρᾰπητέος, ον,\n verb. adj. of τρέπω\n one must turn, Luc.', 'key': 'traphte/os'}