τραπεζιτικός
τραπεζιτικός
from τρᾰπεζί_της
τρᾰπεζῑτικός, ή, όν
of or for the banker, Isocr.
{
"content": "τραπεζιτικός\n from τρᾰπεζί_της\n τρᾰπεζῑτικός, ή, όν\n of or for the banker, Isocr.",
"key": "trapezitiko/s"
}