Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τραγῳδοποιός
τραγῳδός
τράγω
Τράλλεις
τρανής
τρανόω
τράπεζα
τραπεζεύς
τραπεζιτεύω
τραπεζίτης
τραπεζιτικός
τραπεζοποιία
τραπέω
τραπητέος
τρασιά
τραυλίζω
τραυλός
τραυλότης
τραῦμα
τραυματίζω
τραυματίας
View word page
τραπεζιτικός
τραπεζιτικός from τρᾰπεζί_της τρᾰπεζῑτικός, ή, όν of or for the banker, Isocr.
ShortDef
of or for the banker
Debugging
Headword:
τραπεζιτικός
Headword (normalized):
τραπεζιτικός
Headword (normalized/stripped):
τραπεζιτικος
IDX:
32851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32888
Key:
trapezitiko/s
Data
{'content': 'τραπεζιτικός\n from τρᾰπεζί_της\n τρᾰπεζῑτικός, ή, όν\n of or for the banker, Isocr.', 'key': 'trapezitiko/s'}