Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τραγῳδοδιδάσκαλος
τραγῳδοποιός
τραγῳδός
τράγω
Τράλλεις
τρανής
τρανόω
τράπεζα
τραπεζεύς
τραπεζιτεύω
τραπεζίτης
τραπεζιτικός
τραπεζοποιία
τραπέω
τραπητέος
τρασιά
τραυλίζω
τραυλός
τραυλότης
τραῦμα
τραυματίζω
View word page
τραπεζίτης
τραπεζίτης τρᾰπεζί_της, ου, ὁ, τράπεζα II one who keeps a bank, a banker, Lat. argentarius, Dem.

ShortDef

one who keeps a bank, a banker

Debugging

Headword:
τραπεζίτης
Headword (normalized):
τραπεζίτης
Headword (normalized/stripped):
τραπεζιτης
IDX:
32850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32887
Key:
trapezi/ths

Data

{'content': 'τραπεζίτης\n τρᾰπεζί_της, ου, ὁ,\n τράπεζα II\n one who keeps a bank, a banker, Lat. argentarius, Dem.', 'key': 'trapezi/ths'}