Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τραγῳδιογράφος
τραγῳδοδιδάσκαλος
τραγῳδοποιός
τραγῳδός
τράγω
Τράλλεις
τρανής
τρανόω
τράπεζα
τραπεζεύς
τραπεζιτεύω
τραπεζίτης
τραπεζιτικός
τραπεζοποιία
τραπέω
τραπητέος
τρασιά
τραυλίζω
τραυλός
τραυλότης
τραῦμα
View word page
τραπεζιτεύω
τραπεζιτεύω τρᾰπεζῑτεύω, fut. -σω to be engaged in banking, Dem.

ShortDef

to be engaged in banking

Debugging

Headword:
τραπεζιτεύω
Headword (normalized):
τραπεζιτεύω
Headword (normalized/stripped):
τραπεζιτευω
IDX:
32849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32886
Key:
trapeziteu/w

Data

{'content': 'τραπεζιτεύω\n τρᾰπεζῑτεύω,\n fut. -σω\n to be engaged in banking, Dem.', 'key': 'trapeziteu/w'}