Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τραγομάσχαλος
τραγόπους
τραγοσκελής
τράγος
τραγοφαγέω
τραγῳδέω
τραγῳδία
τραγῳδικός
τραγῳδιογράφος
τραγῳδοδιδάσκαλος
τραγῳδοποιός
τραγῳδός
τράγω
Τράλλεις
τρανής
τρανόω
τράπεζα
τραπεζεύς
τραπεζιτεύω
τραπεζίτης
τραπεζιτικός
View word page
τραγῳδοποιός
τραγῳδοποιός τρᾰγῳδο-ποιός, οῦ, ὁ, ποιέω a maker of tragedies, a tragic poet, tragedian, Ar., Plat., etc.

ShortDef

a maker of tragedies, a tragic poet, tragedian

Debugging

Headword:
τραγῳδοποιός
Headword (normalized):
τραγῳδοποιός
Headword (normalized/stripped):
τραγωδοποιος
IDX:
32841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32878
Key:
tragw|dopoio/s

Data

{'content': 'τραγῳδοποιός\n τρᾰγῳδο-ποιός, οῦ, ὁ,\n ποιέω\n a maker of tragedies, a tragic poet, tragedian, Ar., Plat., etc.', 'key': 'tragw|dopoio/s'}