Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τραγίσκος
τραγοκουρικός
τραγόκτονος
τραγομάσχαλος
τραγόπους
τραγοσκελής
τράγος
τραγοφαγέω
τραγῳδέω
τραγῳδία
τραγῳδικός
τραγῳδιογράφος
τραγῳδοδιδάσκαλος
τραγῳδοποιός
τραγῳδός
τράγω
Τράλλεις
τρανής
τρανόω
τράπεζα
τραπεζεύς
View word page
τραγῳδικός
τραγῳδικός τρᾰγῳδικός, ή, όν befitting tragedy, χοροί Hdt., Ar.; τραγῳδικὸν βλέπειν to look tragic, Ar.; ὠδυνήθην τραγῳδικόν suffered a tragic woe, Ar.

ShortDef

befitting tragedy

Debugging

Headword:
τραγῳδικός
Headword (normalized):
τραγῳδικός
Headword (normalized/stripped):
τραγωδικος
IDX:
32838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32875
Key:
tragw|diko/s

Data

{'content': 'τραγῳδικός\n τρᾰγῳδικός, ή, όν\n befitting tragedy, χοροί Hdt., Ar.; τραγῳδικὸν βλέπειν to look tragic, Ar.; ὠδυνήθην τραγῳδικόν suffered a tragic woe, Ar.', 'key': 'tragw|diko/s'}