Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντιμετρέω
ἀντιμέτωπος
ἀντιμηχανάομαι
ἀντιμίμησις
ἀντιμισθία
ἀντίμισθος
ἀντιμοιρεί
ἀντίμολπος
ἀντίμορφος
ἀντιναυπηγέω
ἀντινικάω
ἀντινομία
ἀντιξοέω
ἀντίξοος
ἀντιόομαι
ἀντίος
ἀντιοστατέω
ἀντιοχεύομαι
ἀντιπαθής
ἀντιπαίζω
ἀντίπαις
View word page
ἀντινικάω
ἀντινικάω to conquer in turn, Aesch.
ShortDef
to conquer in turn
Debugging
Headword:
ἀντινικάω
Headword (normalized):
ἀντινικάω
Headword (normalized/stripped):
αντινικαω
IDX:
3286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3287
Key:
a)ntinika/w
Data
{'content': 'ἀντινικάω\n to conquer in turn, Aesch.', 'key': 'a)ntinika/w'}