τραγοκουρικός
            
          
          τραγοκουρικός
 τρᾰγο-κουρικός, ή, όν
 κουρά
 for shearing he-goats, Luc.
          {
  "content": "τραγοκουρικός\n τρᾰγο-κουρικός, ή, όν\n κουρά\n for shearing he-goats, Luc.",
  "key": "tragokouriko/s"
}