Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τοτρίτον
τοὔνεκα
τουτεί
τουτόθεν
τόφρα
Τραγασαῖος
τράγειος
τραγέλαφος
τράγεος
τράγημα
τραγηματίζω
τραγικός
τράγινος
τραγίσκος
τραγοκουρικός
τραγόκτονος
τραγομάσχαλος
τραγόπους
τραγοσκελής
τράγος
τραγοφαγέω
View word page
τραγηματίζω
τραγηματίζω from τράγημα (ᾰ) τρᾰγημᾰτίζω, to eat sweetmeats, Arist.: so Mid., τραγηματίζομαι, Theophr.
ShortDef
to eat sweetmeats
Debugging
Headword:
τραγηματίζω
Headword (normalized):
τραγηματίζω
Headword (normalized/stripped):
τραγηματιζω
IDX:
32825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32862
Key:
traghmati/zw
Data
{'content': 'τραγηματίζω\n from τράγημα (ᾰ)\n τρᾰγημᾰτίζω,\n to eat sweetmeats, Arist.: so Mid., τραγηματίζομαι, Theophr.', 'key': 'traghmati/zw'}