Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τοτέ
τότε
τοτοβρίξ
τοτοῖ
τοτρίτον
τοὔνεκα
τουτεί
τουτόθεν
τόφρα
Τραγασαῖος
τράγειος
τραγέλαφος
τράγεος
τράγημα
τραγηματίζω
τραγικός
τράγινος
τραγίσκος
τραγοκουρικός
τραγόκτονος
τραγομάσχαλος
View word page
τράγειος
τράγειος τράγειος, α, ον τράγος of or from a he-goat: ὁ τραγείη (sc. δορά) a goatʼs skin, Theocr.
ShortDef
of or from a he-goat
Debugging
Headword:
τράγειος
Headword (normalized):
τράγειος
Headword (normalized/stripped):
τραγειος
IDX:
32821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32858
Key:
tra/geios
Data
{'content': 'τράγειος\n τράγειος, α, ον\n τράγος\n of or from a he-goat: ὁ τραγείη (sc. δορά) a goatʼs skin, Theocr.', 'key': 'tra/geios'}