τράγειος
            
          
          τράγειος
 τράγειος, α, ον
 τράγος
 of or from a he-goat: ὁ τραγείη (sc. δορά)  a goatʼs skin, Theocr.
          {
  "content": "τράγειος\n τράγειος, α, ον\n τράγος\n of or from a he-goat: ὁ τραγείη (sc. δορά)  a goatʼs skin, Theocr.",
  "key": "tra/geios"
}