Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τορεύω
τορέω
τόρμος
τορνευτολυρασπιδοπηγός
τορνεύω
τορνόομαι
τόρνος
τορός
τοροτίξ
τορύνη
τορύνω
τοσάκις
τοσαυτάκις
τοσήμερον
τοσόσδε
τοσοσδί
τόσος
τοσουτάριθμος
τοσουτοσί
τοσοῦτος
τόσσαις
View word page
τορύνω
τορύνω τορύ_νω, τορός to stir, stir up or about, Ar.

ShortDef

to stir, stir up

Debugging

Headword:
τορύνω
Headword (normalized):
τορύνω
Headword (normalized/stripped):
τορυνω
IDX:
32797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32834
Key:
toru/nw

Data

{'content': 'τορύνω\n τορύ_νω,\n τορός\n to stir, stir up or about, Ar.', 'key': 'toru/nw'}