Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τορευτός
τορεύω
τορέω
τόρμος
τορνευτολυρασπιδοπηγός
τορνεύω
τορνόομαι
τόρνος
τορός
τοροτίξ
τορύνη
τορύνω
τοσάκις
τοσαυτάκις
τοσήμερον
τοσόσδε
τοσοσδί
τόσος
τοσουτάριθμος
τοσουτοσί
τοσοῦτος
View word page
τορύνη
τορύνη τορύ_νη, ἡ, τόρος a stirrer, ladle, Ar. from τορύ_νω
ShortDef
a stirrer, ladle
Debugging
Headword:
τορύνη
Headword (normalized):
τορύνη
Headword (normalized/stripped):
τορυνη
IDX:
32796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32833
Key:
toru/nh
Data
{'content': 'τορύνη\n τορύ_νη, ἡ,\n τόρος\n a stirrer, ladle, Ar.\n from τορύ_νω', 'key': 'toru/nh'}