Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τορεία
τορεύς
τορευτός
τορεύω
τορέω
τόρμος
τορνευτολυρασπιδοπηγός
τορνεύω
τορνόομαι
τόρνος
τορός
τοροτίξ
τορύνη
τορύνω
τοσάκις
τοσαυτάκις
τοσήμερον
τοσόσδε
τοσοσδί
τόσος
τοσουτάριθμος
View word page
τορός
τορός τορός, ά, όν τείρω piercing: of the voice, piercing, thrilling, Luc.; so in adv., τορῶς γεγωνεῖν Eur.:—metaph., τ. φόβος thrilling fear, Aesch. metaph. clear, distinct, plain, Aesch.:—so in adv., τορῶς τεκμαίρειν, λέγειν Aesch., etc. of persons, sharp, ready, smart, Xen.:—so in adv., ἐπερείδεσθαι τορῶς Ar.

ShortDef

piercing

Debugging

Headword:
τορός
Headword (normalized):
τορός
Headword (normalized/stripped):
τορος
IDX:
32794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32831
Key:
toro/s

Data

{'content': 'τορός\n τορός, ά, όν\n τείρω\n piercing: \n of the voice, piercing, thrilling, Luc.; so in adv., τορῶς γεγωνεῖν Eur.:—metaph., τ. φόβος thrilling fear, Aesch.\n metaph. clear, distinct, plain, Aesch.:—so in adv., τορῶς τεκμαίρειν, λέγειν Aesch., etc.\n of persons, sharp, ready, smart, Xen.:—so in adv., ἐπερείδεσθαι τορῶς Ar.', 'key': 'toro/s'}