Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τοπρίν
τορεία
τορεύς
τορευτός
τορεύω
τορέω
τόρμος
τορνευτολυρασπιδοπηγός
τορνεύω
τορνόομαι
τόρνος
τορός
τοροτίξ
τορύνη
τορύνω
τοσάκις
τοσαυτάκις
τοσήμερον
τοσόσδε
τοσοσδί
τόσος
View word page
τόρνος
τόρνος τόρνος, ὁ, τείρω a carpenterʼs tool for drawing a circle, compasses, Theogn., Hdt., Eur.
ShortDef
a carpenter's tool for drawing a circle, compasses
Debugging
Headword:
τόρνος
Headword (normalized):
τόρνος
Headword (normalized/stripped):
τορνος
IDX:
32793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32830
Key:
to/rnos
Data
{'content': 'τόρνος\n τόρνος, ὁ,\n τείρω\n a carpenterʼs tool for drawing a circle, compasses, Theogn., Hdt., Eur.', 'key': 'to/rnos'}