Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντιμέλλω
ἀντιμέμφομαι
ἀντιμερίζομαι
ἀντιμέτειμι
ἀντιμετρέω
ἀντιμέτωπος
ἀντιμηχανάομαι
ἀντιμίμησις
ἀντιμισθία
ἀντίμισθος
ἀντιμοιρεί
ἀντίμολπος
ἀντίμορφος
ἀντιναυπηγέω
ἀντινικάω
ἀντινομία
ἀντιξοέω
ἀντίξοος
ἀντιόομαι
ἀντίος
ἀντιοστατέω
View word page
ἀντιμοιρεί
ἀντιμοιρεί μοῖρα by way of compensation, Dem.

ShortDef

by way of compensation

Debugging

Headword:
ἀντιμοιρεί
Headword (normalized):
ἀντιμοιρεί
Headword (normalized/stripped):
αντιμοιρει
IDX:
3282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3283
Key:
a)ntimoirei/

Data

{'content': 'ἀντιμοιρεί\n μοῖρα\n by way of compensation, Dem.', 'key': 'a)ntimoirei/'}