Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τοπογράφος
τοποθετέω
τοπομαχέω
τόπος
τοπρίν
τορεία
τορεύς
τορευτός
τορεύω
τορέω
τόρμος
τορνευτολυρασπιδοπηγός
τορνεύω
τορνόομαι
τόρνος
τορός
τοροτίξ
τορύνη
τορύνω
τοσάκις
τοσαυτάκις
View word page
τόρμος
τόρμος τόρμος, ὁ, any hole or socket, in which a pin or peg is stuck, Hdt. deriv. uncertain
ShortDef
any hole
Debugging
Headword:
τόρμος
Headword (normalized):
τόρμος
Headword (normalized/stripped):
τορμος
IDX:
32789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32826
Key:
to/rmos
Data
{'content': 'τόρμος\n τόρμος, ὁ,\n any hole or socket, in which a pin or peg is stuck, Hdt.\n deriv. uncertain', 'key': 'to/rmos'}