Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τοπογραφέω
τοπογράφος
τοποθετέω
τοπομαχέω
τόπος
τοπρίν
τορεία
τορεύς
τορευτός
τορεύω
τορέω
τόρμος
τορνευτολυρασπιδοπηγός
τορνεύω
τορνόομαι
τόρνος
τορός
τοροτίξ
τορύνη
τορύνω
τοσάκις
View word page
τορέω
τορέω τόρος to bore through, pierce, Il. metaph. to proclaim in shrill piercing tones, in redupl. fut. τετορήσω, Ar.: cf. τορός. like τορνεύω, to work, shape, Anth.

ShortDef

to bore through, pierce; proclaim in shrill tones

Debugging

Headword:
τορέω
Headword (normalized):
τορέω
Headword (normalized/stripped):
τορεω
IDX:
32788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32825
Key:
tore/w

Data

{'content': 'τορέω\n τόρος\n to bore through, pierce, Il.\n metaph. to proclaim in shrill piercing tones, in redupl. fut. τετορήσω, Ar.: cf. τορός.\n like τορνεύω, to work, shape, Anth.', 'key': 'tore/w'}