Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τόπαρχος
τοπικός
τοπογραφέω
τοπογράφος
τοποθετέω
τοπομαχέω
τόπος
τοπρίν
τορεία
τορεύς
τορευτός
τορεύω
τορέω
τόρμος
τορνευτολυρασπιδοπηγός
τορνεύω
τορνόομαι
τόρνος
τορός
τοροτίξ
τορύνη
View word page
τορευτός
τορευτός τορευτός, ή, όν worked in relief: metaph. elaborate, Anth. from τορεύω

ShortDef

worked in relief

Debugging

Headword:
τορευτός
Headword (normalized):
τορευτός
Headword (normalized/stripped):
τορευτος
IDX:
32786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32823
Key:
toreuto/s

Data

{'content': 'τορευτός\n τορευτός, ή, όν\n worked in relief: metaph. elaborate, Anth.\n from τορεύω', 'key': 'toreuto/s'}