Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τοπάλαι
τόπαρχος
τοπικός
τοπογραφέω
τοπογράφος
τοποθετέω
τοπομαχέω
τόπος
τοπρίν
τορεία
τορεύς
τορευτός
τορεύω
τορέω
τόρμος
τορνευτολυρασπιδοπηγός
τορνεύω
τορνόομαι
τόρνος
τορός
τοροτίξ
View word page
τορεύς
τορεύς τορεύς, έως, ὁ, τείρω a borer, piercer, Anth.

ShortDef

a borer, piercer

Debugging

Headword:
τορεύς
Headword (normalized):
τορεύς
Headword (normalized/stripped):
τορευς
IDX:
32785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32822
Key:
toreu/s

Data

{'content': 'τορεύς\n τορεύς, έως, ὁ,\n τείρω\n a borer, piercer, Anth.', 'key': 'toreu/s'}