Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τοπάζω
τοπάλαι
τόπαρχος
τοπικός
τοπογραφέω
τοπογράφος
τοποθετέω
τοπομαχέω
τόπος
τοπρίν
τορεία
τορεύς
τορευτός
τορεύω
τορέω
τόρμος
τορνευτολυρασπιδοπηγός
τορνεύω
τορνόομαι
τόρνος
τορός
View word page
τορεία
τορεία τορεία, ἡ, τορεύω a carving in relief, Plut.

ShortDef

a carving in relief

Debugging

Headword:
τορεία
Headword (normalized):
τορεία
Headword (normalized/stripped):
τορεια
IDX:
32784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32821
Key:
torei/a

Data

{'content': 'τορεία\n τορεία, ἡ,\n τορεύω\n a carving in relief, Plut.', 'key': 'torei/a'}