Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τοξότης
τοξουλκός
τοξοφορέω
τοξοφόρος
τόπαζος
τοπάζω
τοπάλαι
τόπαρχος
τοπικός
τοπογραφέω
τοπογράφος
τοποθετέω
τοπομαχέω
τόπος
τοπρίν
τορεία
τορεύς
τορευτός
τορεύω
τορέω
τόρμος
View word page
τοπογράφος
τοπογράφος τοπο-γράφος (ᾰ), ὁ, γράφω a topographer.

ShortDef

a topographer

Debugging

Headword:
τοπογράφος
Headword (normalized):
τοπογράφος
Headword (normalized/stripped):
τοπογραφος
IDX:
32779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32816
Key:
topogra/fos

Data

{'content': 'τοπογράφος\n τοπο-γράφος (ᾰ), ὁ,\n γράφω\n a topographer.', 'key': 'topogra/fos'}