Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τοξοποιέω
τοξοσύνη
τοξότης
τοξουλκός
τοξοφορέω
τοξοφόρος
τόπαζος
τοπάζω
τοπάλαι
τόπαρχος
τοπικός
τοπογραφέω
τοπογράφος
τοποθετέω
τοπομαχέω
τόπος
τοπρίν
τορεία
τορεύς
τορευτός
τορεύω
View word page
τοπικός
τοπικός τοπικός, ή, όν concerning τόποι or common-places, Arist.
ShortDef
local; concerning common-places (τόποι)
Debugging
Headword:
τοπικός
Headword (normalized):
τοπικός
Headword (normalized/stripped):
τοπικος
IDX:
32777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32814
Key:
topiko/s
Data
{'content': 'τοπικός\n τοπικός, ή, όν\n concerning τόποι or common-places, Arist.', 'key': 'topiko/s'}