Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τόξον
τοξοποιέω
τοξοσύνη
τοξότης
τοξουλκός
τοξοφορέω
τοξοφόρος
τόπαζος
τοπάζω
τοπάλαι
τόπαρχος
τοπικός
τοπογραφέω
τοπογράφος
τοποθετέω
τοπομαχέω
τόπος
τοπρίν
τορεία
τορεύς
τορευτός
View word page
τόπαρχος
τόπαρχος τόπ-αρχος, ὁ, ἡ, ruling over a place, γυνὴ τ. the mistress, Aesch.
ShortDef
ruling over a place
Debugging
Headword:
τόπαρχος
Headword (normalized):
τόπαρχος
Headword (normalized/stripped):
τοπαρχος
IDX:
32776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32813
Key:
to/parxos
Data
{'content': 'τόπαρχος\n τόπ-αρχος, ὁ, ἡ,\n ruling over a place, γυνὴ τ. the mistress, Aesch.', 'key': 'to/parxos'}