Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τοξοβόλος
τοξόδαμνος
τόξον
τοξοποιέω
τοξοσύνη
τοξότης
τοξουλκός
τοξοφορέω
τοξοφόρος
τόπαζος
τοπάζω
τοπάλαι
τόπαρχος
τοπικός
τοπογραφέω
τοπογράφος
τοποθετέω
τοπομαχέω
τόπος
τοπρίν
τορεία
View word page
τοπάζω
τοπάζω τοπάζω, fut. -άσω τόπος to aim at, guess, Aesch., Ar.
ShortDef
to aim at, guess
Debugging
Headword:
τοπάζω
Headword (normalized):
τοπάζω
Headword (normalized/stripped):
τοπαζω
IDX:
32774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32811
Key:
topa/zw
Data
{'content': 'τοπάζω\n τοπάζω,\n fut. -άσω\n τόπος\n to aim at, guess, Aesch., Ar.', 'key': 'topa/zw'}