Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τοξήρης
τοξικός
τοξοβόλος
τοξόδαμνος
τόξον
τοξοποιέω
τοξοσύνη
τοξότης
τοξουλκός
τοξοφορέω
τοξοφόρος
τόπαζος
τοπάζω
τοπάλαι
τόπαρχος
τοπικός
τοπογραφέω
τοπογράφος
τοποθετέω
τοπομαχέω
τόπος
View word page
τοξοφόρος
τοξοφόρος τοξο-φόρος, ὁ, ἡ, φέρω bow-bearing, Il., Eur., etc.: — ὁ τοξοφόρος τοξότης, Hdt.
ShortDef
bow-bearing
Debugging
Headword:
τοξοφόρος
Headword (normalized):
τοξοφόρος
Headword (normalized/stripped):
τοξοφορος
IDX:
32772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32809
Key:
tocofo/ros
Data
{'content': 'τοξοφόρος\n τοξο-φόρος, ὁ, ἡ,\n φέρω\n bow-bearing, Il., Eur., etc.: — ὁ τοξοφόρος τοξότης, Hdt.', 'key': 'tocofo/ros'}