τοξοφόρος
τοξοφόρος
τοξο-φόρος, ὁ, ἡ,
φέρω
bow-bearing, Il., Eur., etc.: — ὁ τοξοφόρος τοξότης, Hdt.
{ "content": "τοξοφόρος\n τοξο-φόρος, ὁ, ἡ,\n φέρω\n bow-bearing, Il., Eur., etc.: — ὁ τοξοφόρος τοξότης, Hdt.", "key": "tocofo/ros" }