Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τοξευτός
τοξεύω
τοξήρης
τοξικός
τοξοβόλος
τοξόδαμνος
τόξον
τοξοποιέω
τοξοσύνη
τοξότης
τοξουλκός
τοξοφορέω
τοξοφόρος
τόπαζος
τοπάζω
τοπάλαι
τόπαρχος
τοπικός
τοπογραφέω
τοπογράφος
τοποθετέω
View word page
τοξουλκός
τοξουλκός τοξ-ουλκός, όν ἕλκω drawing the bow, Aesch. αἰχμὴ τ. the bowstretching arrow, Aesch.

ShortDef

drawing the bow

Debugging

Headword:
τοξουλκός
Headword (normalized):
τοξουλκός
Headword (normalized/stripped):
τοξουλκος
IDX:
32770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32807
Key:
tocoulko/s

Data

{'content': 'τοξουλκός\n τοξ-ουλκός, όν\n ἕλκω\n drawing the bow, Aesch.\n αἰχμὴ τ. the bowstretching arrow, Aesch.', 'key': 'tocoulko/s'}