Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τόξαρχος
τόξευμα
τοξευτός
τοξεύω
τοξήρης
τοξικός
τοξοβόλος
τοξόδαμνος
τόξον
τοξοποιέω
τοξοσύνη
τοξότης
τοξουλκός
τοξοφορέω
τοξοφόρος
τόπαζος
τοπάζω
τοπάλαι
τόπαρχος
τοπικός
τοπογραφέω
View word page
τοξοσύνη
τοξοσύνη τοξοσύνη, ἡ, bowmanship, archery, Il., Eur.

ShortDef

bowmanship, archery

Debugging

Headword:
τοξοσύνη
Headword (normalized):
τοξοσύνη
Headword (normalized/stripped):
τοξοσυνη
IDX:
32768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32805
Key:
tocosu/nh

Data

{'content': 'τοξοσύνη\n τοξοσύνη, ἡ,\n bowmanship, archery, Il., Eur.', 'key': 'tocosu/nh'}