Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τονῦν
τοξάζομαι
τοξαλκέτης
τοξάριον
τόξαρχος
τόξευμα
τοξευτός
τοξεύω
τοξήρης
τοξικός
τοξοβόλος
τοξόδαμνος
τόξον
τοξοποιέω
τοξοσύνη
τοξότης
τοξουλκός
τοξοφορέω
τοξοφόρος
τόπαζος
τοπάζω
View word page
τοξοβόλος
τοξοβόλος τοξο-βόλος, ον, βάλλω shooting with the bow, Anth.

ShortDef

shooting with the bow

Debugging

Headword:
τοξοβόλος
Headword (normalized):
τοξοβόλος
Headword (normalized/stripped):
τοξοβολος
IDX:
32764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32801
Key:
tocobo/los

Data

{'content': 'τοξοβόλος\n τοξο-βόλος, ον,\n βάλλω\n shooting with the bow, Anth.', 'key': 'tocobo/los'}