Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντιμεθέλκω
ἀντιμεθίστημι
ἀντιμειρακιεύομαι
ἀντιμέλλω
ἀντιμέμφομαι
ἀντιμερίζομαι
ἀντιμέτειμι
ἀντιμετρέω
ἀντιμέτωπος
ἀντιμηχανάομαι
ἀντιμίμησις
ἀντιμισθία
ἀντίμισθος
ἀντιμοιρεί
ἀντίμολπος
ἀντίμορφος
ἀντιναυπηγέω
ἀντινικάω
ἀντινομία
ἀντιξοέω
ἀντίξοος
View word page
ἀντιμίμησις
ἀντιμίμησις close imitation of a person in a thing, c. dupl. gen., Thuc.

ShortDef

close imitation of

Debugging

Headword:
ἀντιμίμησις
Headword (normalized):
ἀντιμίμησις
Headword (normalized/stripped):
αντιμιμησις
IDX:
3279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3280
Key:
a)ntimi/mhsis

Data

{'content': 'ἀντιμίμησις\n close imitation of a person in a thing, c. dupl. gen., Thuc.', 'key': 'a)ntimi/mhsis'}