Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τόμος
τονάριον
τονθορύζω
τόνος
τονῦν
τοξάζομαι
τοξαλκέτης
τοξάριον
τόξαρχος
τόξευμα
τοξευτός
τοξεύω
τοξήρης
τοξικός
τοξοβόλος
τοξόδαμνος
τόξον
τοξοποιέω
τοξοσύνη
τοξότης
τοξουλκός
View word page
τοξευτός
τοξευτός τοξευτός, ή, όν from τοξεύω struck by an arrow, Soph.

ShortDef

struck by an arrow

Debugging

Headword:
τοξευτός
Headword (normalized):
τοξευτός
Headword (normalized/stripped):
τοξευτος
IDX:
32760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32797
Key:
toceuto/s

Data

{'content': 'τοξευτός\n τοξευτός, ή, όν\n from τοξεύω\n struck by an arrow, Soph.', 'key': 'toceuto/s'}